- ξενοτόκος
- ξενοτόκος, ιων. τ. ξεινοτόκος, ἡ (Α)(για την Θεοτόκο) αυτή που γέννησε με ασυνήθιστο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος / ξείνος + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. θεο-τόκος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… … Dictionary of Greek
ՍՔԱՆՉԵԼԱԾԻՆ — ( ) NBH 2 0767 Chronological Sequence: Unknown date ա. ξενοτόκος quae novo peperit modo. Ծնօղ սքանչելւոյն՝ սքանչելի օրինակաւ. *Աստուածածինն սքանչելածինն կոյսն մայր՝ մարիամ. Պրպմ. ՟Լ՟Զ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)